- συννεφοσκέπαστος
- η , ο покрытый облаками, тучами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συννεφοσκέπαστος — και συγνεφοσκέπαστος, η, ο, Ν σκεπασμένος με σύννεφα, νεφοσκεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύννεφο / σύγνεφο + σκεπαστός] … Dictionary of Greek